- αναμειγνύομαι
- αναμειγνύομαι, αναμείχθηκα και αναμείχτηκα, ανα(με)μειγμένος βλ. πίν. 88
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)